Αναπαραγωγή
Το Κιρκινέζι είναι μεταναστευτικό είδος και φτάνει στις περιοχές όπου θα φωλιάσει νωρίς την άνοιξη. Επιλέγει να φωλιάσει κοντά σε άλλα ζευγάρια του είδους του δημιουργώντας έτσι αποικίες που συνήθως αποτελούνται από 15-25 ζευγάρια. Αν και η αποικία του παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια για τους νεοσσούς του και διευκολύνει το ίδιο στην αναζήτηση τροφής, ο ανταγωνισμός για την κατάληψη των καταλληλότερων θέσεων φωλιάσματος είναι έντονος. Κατά συνέπεια, τα πουλιά που φτάνουν πρώτα στην αποικία έχουν καλύτερες πιθανότητες να βρουν μια κατάλληλη φωλιά.
Τα ζευγάρια σχηματίζονται κάθε χρόνο στην αποικία και διατηρούνται καθόλη τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής. Κατά τη διάρκεια των ερωτοτροπιών το αρσενικό προσφέρει στο θηλυκό κυρίως έντομα. Αφού σχηματιστεί το ζευγάρι, τα πουλιά παραμένουν κοντά ή στη φωλιά, την οποία προστατεύουν.
Για τη φωλιά του το Κιρκινέζι επιλέγει τρύπες σε ψηλά κτίρια, σε τοίχους σπιτιών και αποθηκών ή σε σκεπές. Για να την κατασκευάσει δε μεταφέρει επιπλέον υλικά, αλλά φτιάχνει ένα ελαφρύ κοίλωμα, το οποίο πιθανώς σχηματίζεται από το θηλυκό καθώς στριφογυρνά και σπρώχνει τα υλικά με τα πόδια και το υπόλοιπο σώμα του, όπου αποθέτει τα αυγά του.
Το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά. Εάν τα αυγά χαθούν, το θηλυκό ξαναγεννά – αλλά όχι περισσότερα από 3 αυγά. Η επώαση διαρκεί σχεδόν έναν μήνα. Αν και κλωσσάει κυρίως το θηλυκό, και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει για κάποιες σύντομες περιόδους στη διάρκεια της ημέρας.
Με την εκκόλαψή τους τα νεαρά φροντίζονται και από τους 2 γονείς. Αρσενικό και θηλυκό κυνηγούν για να ταΐσουν τους νεοσσούς ράμφος με ράμφος. Το περισσότερο φαγητό, όπως είναι φυσικό, φτάνει από τις 10.00 – 16.00, οπότε και λόγω ζέστης τα έντομα είναι πιο ενεργά. Περιστασιακά έχει παρατηρηθεί η συμβολή και νεαρών ανώριμων αρσενικών στην ανατροφή των νεοσσών.
Δεκαπέντε ημερών, τα νεαρά πλησιάζουν την είσοδο της φωλιάς τους ή βγαίνουν και έξω από αυτήν. Θα περάσει όμως συνολικά ένας μήνας μέχρι να την εγκαταλείψουν και να μπορούν να πετάξουν. Τα νεαρά Κιρκινέζια μεταναστεύουν ακολουθώντας τους γονείς τους 6-8 εβδομάδες αφότου εγκαταλείψουν τη φωλιά, ενώ είναι πλέον ώριμα να σχηματίσουν τη δική τους οικογένεια 1 – 2 χρόνια αργότερα.
Τα πουλιά εγκαταλείπουν τις αποικίες τους όταν πλέον τα νεαρά είναι ανεξάρτητα και από το τέλος Ιουλίου οι αποικίες αδειάζουν.
Δίαιτα
Το Κιρκινέζι τρέφεται κυρίως με έντομα και μάλιστα στην πλεινότητά τους μεγάλα ορθόπτερα, όπως τριζόνια και γρύλλους (Gryllidae), ακρίδες (Acrididae) και κρεμμυδοφάγους (Gryllotalpidae), καθώς και κολεόπτερα – κυρίως σκαραβαίους (Scarabaeidae) και σκαθάρια (Carabidae). Μια οικογένεια Κιρκινεζιών μπορεί να καταναλώσει μέχρι και 160 ακρίδες την ημέρα την περίοδο που αναθρέφει τα μικρά της.
Εκτός από έντομα κυνηγά επίσης μικρά θηλαστικά και σαύρες.
Είναι ευκαιριακό είδος και εκμεταλλεύεται την κατά τόπους αφθονία εντόμων. Το Κιρκινέζι έχει την ικανότητα να κυνηγά τη λεία του τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος. Πετά σε σημεία της υπαίθρου με καλή ορατότητα –χωρίς πολλά δέντρα – σε μικρές ομάδες. Πετώντας λίγα μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, φτερουγίζει επιτόπου μέχρι να εντοπίσει τη λεία του, οπότε εφορμά και την αρπάζει. Μπορεί επίσης να πιάσει ιπτάμενα έντομα στον αέρα. Είναι από τα λίγα γεράκια που κυνηγούν σε ομάδες.
Το Κιρκινέζι τρώει στον αέρα, χρησιμοποιώντας το πόδι του για να φέρει τη λεία ως το στόμα του.
Βιότοποι
Στην Ευρώπη, οι μεγαλύτεροι αριθμοί Κιρκινεζιών παρατηρούνται στις βόρειες περιοχές της Μεσογείου. Απαντάται σε επίπεδες ηπειρωτικές περιοχές με χαμηλή βλάστηση από χόρτα και ημι-ερημικές ζώνες, χωρίς σχεδόν καθόλου βλάστηση. Επιλέγει κυρίως τα χαμηλά υψόμετρα: στην Ευρώπη φωλιάζει κάτω από τα 500 m και μάλιστα συνήθως αρκετά πιο χαμηλά, δείχνοντας προτίμηση κυρίως στη λοφώδη ζώνη.
Η παρουσία του εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη μεγάλων πληθυσμών εντόμων, που αποτελούν τη λεία του. Για αυτό το λόγο, μέσα στο χώρο της γεωγραφικής εξάπλωσης του Κιρκινεζιού, όπου υπάρχουν υψηλές συγκεντρώσεις εντόμων παρατηρούνται και υψηλές πυκνότητες Κιρκινεζιών.
Οι περιοχές που ικανοποιούν τις βιολογικές τους ανάγκες για τροφή και θέσεις φωλιάσματος είναι κυρίως καλλιεργούμενες πεδιάδες, αλλά και βιότοποι σε ζεστά μέρη με αραιή βλάστηση, όπου υπάρχει αφθονία εντόμων για να τραφούν, ενώ παράλληλα υπάρχουν οικισμοί για να φωλιάσουν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα Κιρκινέζια δεν ενοχλούνται από την παρουσία των ανθρώπων – παρά μόνο εάν κυνηγηθούν από αυτούς.
Κατά την αναπαραγωγική περίοδο ένας σημαντικός παράγοντας είναι η ύπαρξη τόπων κυνηγιού κοντά στην αποικία. Εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι βιότοποι οι κινήσεις τους τις περισσότερες φορές περιορίζονται σε αποστάσεις από 1-3 km από τη φωλιά τους.
Μετανάστευση
Το Κιρκινέζι είναι είδος μεταναστευτικό. Η πλειονότητα των ατόμων του είδους διαχειμάζει σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, με ελάχιστα μόνο άτομα να προτιμούν τη νότια Ισπανία, τη βορειο-δυτική Αφρική και τη νότια Τουρκία. Μεγάλοι πληθυσμοί Κιρκινεζιών συγκεντρώνονται στη Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική.
Η ανοιξιάτικη μετανάστευση ξεκινά τον Φεβρουάριο, με τον κύριο όγκο πουλιών να μεταναστεύει από τα μέσα Φεβρουαρίου ως τα μέσα Απριλίου, ενώ το φθινόπωρο η κύρια μετανάστευση διαρκεί από τα τέλη Αυγούστου ως και τα τέλη Οκτωβρίου.
Κατά τη μετανάστευση τα Κιρκινέζια πετούν σε μικρές ομάδες ή σε χαλαρά σμήνη που ορισμένες φορές φτάνουν σε μέγεθος τα εκατοντάδες άτομα σε υψόμετρα που φτάνουν τα 2.000 m.
Στην περιοχή της Μεσογείου η φθινοπωρινή μετανάστευση κορυφώνεται τον Σεπτέμβριο και πραγματοποιείται σε ένα ευρύ μέτωπο.
Προμεταναστευτικές συγκεντρώσεις
Στο τέλος του καλοκαιριού και πριν ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής στην Αφρική, όπου θα διαχειμάσουν, τα Κιρκινέζια συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς σε κούρνιες. Κατά την περίοδο αυτή αλλάζουν φτέρωμα και είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Οι μεγάλοι αριθμοί στις κούρνιες τους παρέχουν ασφάλεια.
Οι κούρνιες αυτές εντοπίζονται κυρίως σε περιοχές μεγαλύτερου υψόμετρου σε σχέση με τις περιοχές αναπαραγωγής.
Στην Ελλάδα μεγάλη κούρνια έχει εντοπιστεί μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων κοντά στη λίμνη, όπου συγκεντρώνονται κάθε χρόνο στα τέλη Αυγούστου πάνω από 3.500 Κιρκινέζια στα πλατάνια της περιοχής.